Δείτε επίσης: Μεγακλῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μεγακλής οι Μεγακλείς
Μεγακλήδες**
      γενική του Μεγακλή
Μεγακλέους*
των Μεγακλέων
Μεγακλήδων
    αιτιατική τον Μεγακλή τους Μεγακλείς
Μεγακλήδες
     κλητική Μεγακλή Μεγακλείς
Μεγακλήδες
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών.
** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα.
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεγακλής < αρχαία ελληνική Μεγακλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε (μέγας) μεγα- + -κλής (κλέος)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μεγακλής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία