Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαρινόπουλος οι Μαρινόπουλοι
Μαρινοπουλαίοι1
      γενική του Μαρινόπουλου
Μαρινοπούλου
των Μαρινόπουλων2
Μαρινοπουλαίων
    αιτιατική τον Μαρινόπουλο τους Μαρινόπουλους3
Μαρινοπουλαίους
     κλητική Μαρινόπουλε Μαρινόπουλοι
Μαρινοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Μαρινοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Μαρινοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαρινόπουλος < Μαρίν(ος) + -όπουλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ɾiˈno.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐ρι‐νό‐που‐λος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαρινόπουλος αρσενικό (θηλυκό Μαρινοπούλου)

Μεταγραφές επεξεργασία