Μαντουβάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαντουβάλα | ||
γενική | της | Μαντουβάλας | ||
αιτιατική | τη | Μαντουβάλα | ||
κλητική | Μαντουβάλα | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαντουβάλα < χίντι मधुबाला < मधु (madhu, μέλι, γλυκιά) (< σανσκριτική मधु (madhu, μέλι, γλυκιά)) + बाला (bālā, κοπέλα) (< σανσκριτική बाला (bālā, κοπέλα))
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.duˈva.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ντου‐βά‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαντουβάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαντουβάλα
|