Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαγιορδόμος < λατινική maior domus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μαγιορδόμος αρσενικό

  • μεσαιωνικός τίτλος από τον 6ο αιώνα που σημαίνει κύριος του παλατιού, ο διαχειριστής του παλατιού του Βασιλιά των Φράγκων στο βορειοανατολικό βασίλειο της Αυστρασίας.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία