Λυκοβρυσιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λυκοβρυσιώτης < Λυκόβρυσ(η) + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.ko.vɾiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λυ‐κο‐βρυ‐σιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λυκοβρυσιώτης αρσενικό (θηλυκό Λυκοβρυσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, δημότης, ή αυτός που κατάγεται από τη Λυκόβρυση
Συγγενικά επεξεργασία
- λυκοβρυσιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Λυκόβρυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λυκοβρυσιώτης
|