Λυγερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λυγερός < λυγερός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.ʝeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λυ‐γε‐ρός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λυγερός αρσενικό (θηλυκό Λυγερού)
Δείτε επίσης : λυγερός |
Λυγερός αρσενικό (θηλυκό Λυγερού)