Λαζαριάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λαζαριάν < αρμενική Լազարյան (Lazaryan) (πατρωνυμικό)· μορφολογικά αναλύεται σε Λαζάρ + -ιάν
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λαζαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (σπάνιο) επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο ελληνικών επωνύμων όπως Λαζάρου, Λαζαρίδης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε Γαζαριάν