Λία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λία | οι | Λίες |
γενική | της | Λίας | — | |
αιτιατική | τη | Λία | τις | Λίες |
κλητική | Λία | Λίες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λί‐α
- ομόηχο: λεία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λία
|