Δείτε επίσης: κόλπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κόλπος
      γενική του Κόλπου
    αιτιατική τον Κόλπο
     κλητική Κόλπε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κόλπος: εννοείται το επίθετο περσικός ή αραβικός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κόλπος ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κόλπος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κόλπος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία