Κουβανέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κουβανέζος < Κουβαν(ός) + -έζος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουβανέζος αρσενικό (θηλυκό Κουβανέζα)
- (εθνικό όνομα, οικείο) ο Κουβανός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κουβανέζος
|