Δείτε επίσης: κορωνιός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κορωνιός οι Κορωνιοί
      γενική του Κορωνιού των Κορωνιών
    αιτιατική τον Κορωνιό τους Κορωνιούς
     κλητική Κορωνιέ Κορωνιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορωνιός < Κορών(η) + -ιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ɾoˈɲos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορωνιός αρσενικό (θηλυκό Κορωνιά)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία