Κορδέλλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κορδέλλας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koɾˈðe.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κορ‐δέλ‐λας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κορδέλλας αρσενικό (θηλυκό Κορδέλλα)
Κορδέλλας αρσενικό (θηλυκό Κορδέλλα)