Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κιργίζιος < Κιργιζία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Κιργίζιος αρσενικό (θηλυκό Κιργίζια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία