Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κιορπέογλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική Körpeoglu < (άμεσο δάνειο) τουρκική körpe (νεαρός, τρυφερός) + -ογλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κιορπέογλου αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Κιορπέογλου σελ.116 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.