Κατσανέβας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κατσανέβας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.t͡saˈne.vas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τσα‐νέ‐βας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κατσανέβας αρσενικό (θηλυκό Κατσανέβα)
Συγγενικά επεξεργασία
- Κατσανεβιανά (τοπωνύμιο)