Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κατινίτσα οι Κατινίτσες
      γενική της Κατινίτσας
    αιτιατική την Κατινίτσα τις Κατινίτσες
     κλητική Κατινίτσα Κατινίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κατινίτσα < Κατίν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → δείτε τις λέξεις Κατερίνα και Αικατερίνη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.tiˈni.t͡sa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κατινίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κατίνα