Κατηγορία:Συμφυρμοί (αρχαία ελληνικά)
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Συντομεύσεις » Συμφυρμοί ««« |
- Συμφυρμός: η συνένωση δύο συγγενών γλωσσικών στοιχείων για την παραγωγή ενός νέου, ανάμεικτου.
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Συντομεύσεις » Συμφυρμοί ««« |