Δείτε επίσης: καναδέζος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καναδέζος οι Καναδέζοι
      γενική του Καναδέζου των Καναδέζων
    αιτιατική τον Καναδέζο τους Καναδέζους
     κλητική Καναδέζε Καναδέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καναδέζος < ιταλική canad(ese) + -έζος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.naˈðe.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐να‐δέ‐ζος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καναδέζος αρσενικό (θηλυκό Καναδέζα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία