Καλλέργο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καλλέργο | τα | Καλλέργα |
γενική | του | Καλλέργου | των | Καλλέργων |
αιτιατική | το | Καλλέργο | τα | Καλλέργα |
κλητική | Καλλέργο | Καλλέργα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καλλέργο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈleɾ.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐λέρ‐γο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλλέργο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καλλέργο
→ δείτε τη λέξη Καλέργο |