Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλλέργαινα οι Καλλέργαινες
      γενική της Καλλέργαινας των Καλλεργαινών
    αιτιατική την Καλλέργαινα τις Καλλέργαινες
     κλητική Καλλέργαινα Καλλέργαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλέργαινα < Καλλέργ(ης) + -αινα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλέργαινα θηλυκό