Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιλεντσελού < τουρκική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.len.t͡seˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ι‐λεν‐τσε‐λού

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιλεντσελού ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 126, 2 Απριλίου 1983 (λήψη αρχείου PDF)