Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεωνίτσα οι Θεωνίτσες
      γενική της Θεωνίτσας
    αιτιατική τη Θεωνίτσα τις Θεωνίτσες
     κλητική Θεωνίτσα Θεωνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεωνίτσα < θεών(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.oˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ω‐νί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεωνίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Θεώνη