Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοπούλα < θεο- + -πούλα (κόρη του Θεού)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοπούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία