Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θάσιος < Θάσος

  Επίθετο επεξεργασία

Θάσιος

  • ο πολιτης από τη Θάσο, ο καταγόμενος από το νησί της Θάσου, ο σχετικός με τη Θάσο

Σημειώσεις επεξεργασία