Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΗΕΜ <  : Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών

  Συντομομορφή επεξεργασία

Η.Ε.Μ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο