Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ζαχαρακόπουλος οι Ζαχαρακόπουλοι
Ζαχαρακοπουλαίοι1
      γενική του Ζαχαρακόπουλου
Ζαχαρακοπούλου
των Ζαχαρακόπουλων2
Ζαχαρακοπουλαίων
    αιτιατική τον Ζαχαρακόπουλο τους Ζαχαρακόπουλους3
Ζαχαρακοπουλαίους
     κλητική Ζαχαρακόπουλε Ζαχαρακόπουλοι
Ζαχαρακοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ζαχαρακοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ζαχαρακοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ζαχαρακόπουλος < Ζαχαράκ(ης) + -όπουλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.xa.ɾaˈko.pu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζα‐χα‐ρα‐κό‐που‐λος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζαχαρακόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ζαχαρακοπούλου)

Μεταγραφές επεξεργασία