Ζαπόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Ζαπόγλου | οι | Ζαπόγλοι & Ζαπογλαίοι |
οι | Ζαπόγλου |
γενική | του/της | Ζαπόγλου | των | Ζαπόγλων & Ζαπογλαίων |
των | Ζαπόγλου |
αιτιατική | τον/τη | Ζαπόγλου | τους | Ζαπόγλους & Ζαπογλαίους |
τους/τις | Ζαπόγλου |
κλητική | Ζαπόγλου | Ζαπόγλοι & Ζαπογλαίοι |
Ζαπόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζαπόγλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική Zapoğlu < τουρκική zap (ποταμός στην Ανατολική Τουρκία) + -oğlu (-όγλου)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖαπόγλου αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ζαπόγλου σελ.121 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.