Δείτε επίσης: ευδοκία, Ευδοκία, εὐδοκία, Εὐδοξία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐδοκία < αρχαία ελληνική εὐδοκία < εὐδοκέω < εὖ + δοκέω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐδοκία θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐδοκί αἱ Εὐδοκίαι
      γενική τῆς Εὐδοκίᾱς τῶν Εὐδοκιῶν
      δοτική τῇ Εὐδοκί ταῖς Εὐδοκίαις
    αιτιατική τὴν Εὐδοκίᾱν τὰς Εὐδοκίᾱς
     κλητική ! Εὐδοκί Εὐδοκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐδοκί
γεν-δοτ τοῖν  Εὐδοκίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐδοκία < εὐδοκέω < εὖ + δοκέω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐδοκία θηλυκό