Ευθαλίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευθαλίτσα | οι | Ευθαλίτσες |
γενική | της | Ευθαλίτσας | — | |
αιτιατική | την | Ευθαλίτσα | τις | Ευθαλίτσες |
κλητική | Ευθαλίτσα | Ευθαλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ευθαλίτσα < Ευθαλ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fθaˈli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐θα‐λί‐τσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευθαλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευθαλία
Ευθαλίτσα
|