Εδεσσαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Εδεσσαίος αρσενικό, θηλυκό Εδεσσαία
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Έδεσσα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Εδεσσαίος
|