ΕΚΠ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΕΚΠ < : Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο
- ΕΚΠ < : Εργατικό Κέντρο Πειραιά
Συντομομορφή επεξεργασία
ΕΚΠ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- (μαθηματικά) ο μικρότερος από τα κοινά πολλαπλάσια δύο ή περισσότερων αριθμών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ΕΚΠ
|