Δείτε επίσης: δόσης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δόσης οι Δόσηδες
      γενική του Δόση των Δόσηδων
    αιτιατική τον Δόση τους Δόσηδες
     κλητική Δόση Δόσηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δό‐σης

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Δόσης < Θεοδόσης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δόσης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Δόσης < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δόσης αρσενικό (θηλυκό Δόση)

Μεταγραφές επεξεργασία