Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Δωδεκαήμερον τὰ Δωδεκαήμερ
      γενική τοῦ Δωδεκαημέρου τῶν Δωδεκαημέρων
      δοτική τῷ Δωδεκαημέρ τοῖς Δωδεκαημέροις
    αιτιατική τὸ Δωδεκαήμερον τὰ Δωδεκαήμερ
     κλητική ! Δωδεκαήμερον Δωδεκαήμερ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δωδεκαημέρω
γεν-δοτ τοῖν  Δωδεκαημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δωδεκαήμερον < δωδεκαήμερον, λέξη του 6ου αιώνα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δωδεκαήμερος, εννοείται: διάστημαουδέτερο του δωδεκαήμερος < δώδεκα + ἡμέρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δωδεκαήμερον

  Πηγές επεξεργασία