Δουλγέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δουλγέρης < επάγγελμα δουλγέρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðulˈʝe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δουλ‐γέ‐ρης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δουλγέρης αρσενικό (θηλυκό Δουλγέρη)
Δείτε επίσης : δουλγέρης |
Δουλγέρης αρσενικό (θηλυκό Δουλγέρη)