Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διόσκορος < Διόσκουρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διόσκορος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία