Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Δισλιόγλου οι Δισλιόγλοι
Δισλιογλαίοι
οι Δισλιόγλου
      γενική του/της Δισλιόγλου των Δισλιόγλων
Δισλιογλαίων
των Δισλιόγλου
    αιτιατική τον/τη Δισλιόγλου τους Δισλιόγλους
Δισλιογλαίους
τους/τις Δισλιόγλου
     κλητική Δισλιόγλου Δισλιόγλοι
Δισλιογλαίοι
Δισλιόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δισλιόγλου < τουρκική Dişlioğlu (επώνυμο) < dişli + -oğlu (-όγλου)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δισλιόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία