Δημιουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δημιουργός | ||
γενική | του | Δημιουργού | ||
αιτιατική | τον | Δημιουργό | ||
κλητική | Δημιουργέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δημιουργός < δημιουργός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.mi.uɾˈɣos/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δημιουργός αρσενικό
- o Θεός
- (μανιχαϊσμός) ο κατώτερος ηθικά Θεός που δημιούργησε οτιδήποτε υλικό (αστέρια, πλανήτες, σώματα ανθρώπων κτλ.)
- [ Σημειώσεις: στον μανιχαϊσμό ο ανώτερος ηθικά Θεός είναι ο Πνευματικός Θεός ο οποίος σαφέστατα δεν είναι ο Δημιουργός]