Δασκαλιό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δασκαλιό | τα | Δασκαλιά |
γενική | του | Δασκαλιού | των | Δασκαλιών |
αιτιατική | το | Δασκαλιό | τα | Δασκαλιά |
κλητική | Δασκαλιό | Δασκαλιά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δασκαλιό < → δείτε τη λέξη Δασκαλειό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.skaˈʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐σκα‐λιό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δασκαλιό ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δασκαλιό
→ δείτε τη λέξη Δασκαλειό |