Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΔΕΣΦΑ < Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðe.sfa/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Δ.Ε.Σ.Φ.Α. αρσενικό ακρωνύμιο

Δείτε επίσης επεξεργασία