Γραμματικιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γραμματικιώτης < Γραμματικ(ό) + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾa.ma.tiˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γραμ‐μα‐τι‐κιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γραμματικιώτης αρσενικό (θηλυκό Γραμματικιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Γραμματικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γραμματικιώτης
|