Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκραμικέλε < ιταλική Grammichele

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γκραμικέλε θηλυκό, ή ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία