Γκουριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡuɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γκουρ‐ιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκουριώτης αρσενικό (θηλυκό Γκουριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) που είναι ή κατάγεται από τη Γκούρα
- ※ Ξεχωρίζει ο Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής χτισμένος το 1745, από Γκουριώτες μαστόρους (από το κείμενο «Χουλιαράδες», στον ιστότοπο του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων· πρόσβαση: 2020-07-08)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γκουριώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γκουριώτης | οι | Γκουριώτηδες |
γενική | του | Γκουριώτη* | των | Γκουριώτηδων |
αιτιατική | τον | Γκουριώτη | τους | Γκουριώτηδες |
κλητική | Γκουριώτη | Γκουριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γκουριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γκουριώτης < πατριδωνυμικό Γκουριώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκουριώτης αρσενικό (θηλυκό Γκουριώτη ή Γκουριώτου)