Γκαμπονέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γκαμπονέζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκαμπονέζος αρσενικό (θηλυκό Γκαμπονέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Γκαμπόν ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γκαμπονέζος
|