Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γαλίτσα οι Γαλίτσες
      γενική της Γαλίτσας
    αιτιατική τη Γαλίτσα τις Γαλίτσες
     κλητική Γαλίτσα Γαλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαλίτσα <   + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γα‐λί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαλίτσα θηλυκό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
  2. (υδρωνύμιο) (λίμνη) άλλη ονομασία της λίμνης Οζερός

  Μεταφράσεις επεξεργασία