Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαζέπης < τουρκική gazap • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαζέπης αρσενικό