Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γένοβα οι Γένοβες
      γενική της Γένοβας
    αιτιατική τη Γένοβα τις Γένοβες
     κλητική Γένοβα Γένοβες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γένοβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Genoa < Genova

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γένοβα, ή Τζένοβα, ή Γένουα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία