Βοῶπις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βοῶπις < βοῶπις < βοῦς, βοο- + ὤψ (κυριολεκτικά: αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή που έχει μεγάλα μάτια)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βοῶπις θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- εἰς Βοῶπιν τἠν ἑταίραν (Παλατινή Ανθολογία, 5.22)