Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βουλγάτα
      γενική της Βουλγάτας
    αιτιατική τη Βουλγάτα
     κλητική Βουλγάτα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουλγάτα < (άμεσο δάνειο) λατινική vulgata editio (έκδοση «κοινή» ή «για το λαό»)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουλγάτα θηλυκό

Ταυτόσημο επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία