Βουλγάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουλγάτα | ||
γενική | της | Βουλγάτας | ||
αιτιατική | τη | Βουλγάτα | ||
κλητική | Βουλγάτα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βουλγάτα < (άμεσο δάνειο) λατινική vulgata editio (έκδοση «κοινή» ή «για το λαό»)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βουλγάτα θηλυκό
- η λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής
Ταυτόσημο επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Βουλγάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βουλγάτα
|