Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βονιφάτιος < λατινικά Bonifatius

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vo.niˈfa.ti.os/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βονιφάτιος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία