Βιλχέλμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βιλχέλμος | οι | Βιλχέλμοι |
γενική | του | Βιλχέλμου | των | Βιλχέλμων |
αιτιατική | τον | Βιλχέλμο | τους | Βιλχέλμους |
κλητική | Βιλχέλμε | Βιλχέλμοι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βιλχέλμος < (λόγιο δάνειο) γερμανική Wilhelm < ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βιλχέλμος αρσενικό
- (παρωχημένο) εξελληνισμμένο γερμανικό ανδρικό όνομα, ο Βίλχελμ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βιλχέλμος
|